- χασαπόχαρτο
- το обёрточная бумага (используемая в мясных лавках)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χασαπόχαρτο — το, Ν είδος ναστόχαρτου που χρησιμεύει για το περιτύλιγμα τού κρέατος … Dictionary of Greek
χασαπόχαρτο — το είδος ναστόχαρτου για περιτύλιγμα του κρέατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)